ξάνθισμα

ξάνθισμα
(xantisma). Δικοτυλήδονο φυτό της οικογένειας των συνθέτων ή κομποζίτων με το μοναδικό είδος ξ. το τεξανό, ιθαγενές του Τέξας. Φυτρώνει σε τόπους άγονους και ξερούς. Μονοετές η διετές φτάνει σε ύψος 30-120 εκ. Έχει φύλλα επαλλάσσοντα γραμμοειδή-λογχοειδή με ανθίδια κίτρινα ως 20 γλωσσοειδή. Καλλιεργείται εύκολα, νωρίς την άνοιξη.
* * *
το (Α ξάνθισμα) [ξανθίζω]
νεοελλ.
1. η πρόσδοση ή η απόκτηση ξανθού χρώματος, το βάψιμο με χρώμα ξανθό
2. το ξανθέλασμα
3. το εξάνθημα
αρχ.
οτιδήποτε βάφτηκε με ξανθό χρώμα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ξάνθισμα — that which is dyed yellow neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξάνθισμα — το, ατος το αποτέλεσμα του ξανθίζω (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ξανθίσμασι — ξάνθισμα that which is dyed yellow neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξανθίσματα — ξάνθισμα that which is dyed yellow neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • απάνθησις — ἀπάνθησις ( εως), η (Α) το ξάνθισμα των λουλουδιών, η ροή των πετάλων τους όταν αρχίζουν να μαραίνονται και να πέφτουν …   Dictionary of Greek

  • ξάνθισις — ξάνθισις, ἡ [Α ξανθίζω] το βάψιμο με ξανθή βαφή, το ξάνθισμα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”